πυρακτώνω

πυρακτώνω
πυρακτώνω, πυράκτωσα βλ. πίν. 3

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πυρακτώνω — πυρακτῶ, όω, ΝΜΑ 1. θερμαίνω κάτι ώσπου να γίνει διάπυρο 2. μτφ. (το μέσ.) πυρακτώνομαι και πυρακτοῡμαι, όομαι φλέγομαι («ζήλῳ πυρακτουμένη», Ηλιόδ.) αρχ. 1. (γενικά) θερμαίνω 2. παθ. πυρακτοῡμαι, όομαι έχω πυρετό. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. τού ρ.… …   Dictionary of Greek

  • πυρακτώνω — πυράκτωσα, πυρακτώθηκα, πυρακτωμένος, θερμαίνω κάτι ώσπου να γίνει διάπυρο: Ο άνθρακας καυτηριάζεται με πυρακτωμένο σίδερο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αναπυρακτώνω — πυρακτώνω εκ νέου, αναθερμαίνω, ξαναζεσταίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα* + πυρακτώνω. Η λ. αναπυρακτώ( όω) μαρτυρείται από το 1885 στον καθηγητή της Φαρμακευτικής και Χημείας Αναστ. Κ. Δαμβέργη. ΠΑΡ. αναπυράκτωση] …   Dictionary of Greek

  • διακαίω — (AM διακαίω) 1. (μτχ. παθ. παρακμ.) φρ. «διακεκαυμένη ζώνη» (Α και «διακεκαυμένος κύκλος») η θερμή περιοχή τής γήινης σφαίρας γύρω από τον Ισημερινό, μεταξύ τού τροπικού τού Καρκίνου και τού τροπικού τού Αιγόκερω 2. πυρακτώνω τελείως, θερμαίνω… …   Dictionary of Greek

  • διαπυρώ — διαπυρῶ, όω (Α) [πυρώ] 1. πυρπολώ, κατακαίω 2. πυρακτώνω, καταφλέγω διαπυροῡμαι 1. εξάπτομαι 1. καίγομαι από δίψα …   Dictionary of Greek

  • εμπυρσεύω — ἐμπυρσεύω (Μ) 1. πυρακτώνω 2. μέσ. παίρνω πυρσό, φωτιά («ἴνα ἐμπυρσεύηται ἀπὸ τοῡ τῶν φώτων πατρός», Ευστ.) …   Dictionary of Greek

  • κορώνω — 1. κάνω κάτι διάπυρο, πυρακτώνω 2. εξερεθίζω, φλογίζω («το κρασί μέ κόρωσε») 3. πυρακτώνομαι, φλέγομαι 4. γίνομαι κατακόκκινος από θυμό, εξοργίζομαι 5. (για πάθος) φτάνω σε μεγάλη ένταση, εξάπτομαι («εκόρωσε το πείσμα του») 6. (για χώρο) γεμίζω… …   Dictionary of Greek

  • πυράζω — Α (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) θερμαίνω κάτι ώσπου να γίνει διάπυρο, πυρακτώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. πυράζω παράγεται από τη λ. πῦρ και έχει πλαστεί για να διευκολυνθεί η ετυμολόγηση τού ρ. πυρακτῶ*] …   Dictionary of Greek

  • πυράκτωση — η / πυράκτωσις, ώσεως, ΝΜΑ [πυρακτῶ, όω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού πυρακτώνω, η θέρμανση ενός υλικού ώσπου να γίνει διάπυρο νεοελλ. τεχνολ. η θέρμανση ενός υλικού ώσπου αυτό να ερυθροπυρωθεί ή να λευκοπυρωθεί σε αντιδιαστολή προς την… …   Dictionary of Greek

  • πυρακτώ — (I) έω, Α 1. στρέφω, αναστρέφω ξύλο στη φωτιά για να γίνει πιο σκληρό 2. κάνω κάτι κόκκινο σαν τη φωτιά 3. ανάβω, καίω. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, το ρ. πυρακτῶ αποτελεί εκφραστικό παρ. σε κτ ῶ ενός ρ. πυράζω* (< πῦρ), πρβλ. ἀλυ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”